πτωχεύσῃ

πτωχεύσῃ
πτωχεύω
to be a beggar
aor subj mid 2nd sg
πτωχεύω
to be a beggar
aor subj act 3rd sg
πτωχεύω
to be a beggar
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πτώχευση — η χρεοκοπία, φαλίρισμα, φαλιμέντο: Μεγάλη επιχείρηση κήρυξε πτώχευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • πτωχευτικός — ή, ό, Ν [πτωχεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώχευση («πτωχευτική διαδικασία») 2. φρ. α. «πτωχευτικός συμβιβασμός» η άρση τών διαφορών πτωχεύσαντος εμπόρου και τών δανειστών του, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, στα όρια τής πτωχευτικής… …   Dictionary of Greek

  • φαλιμέντο — το, Ν πτώχευση, χρεωκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fallimento «πτώχευση, ζημιά»] …   Dictionary of Greek

  • ооубожати — ООУБОЖА|ТИ (20), Ю, ѤТЬ гл. Стать бедным, обнищать: Аще оѹбожаѥть не тѹжить. аще об҃атѣѥть не высокомыслить. (ἐὰν πτωχεύσῃ) ПНЧ 1296, 33; Аще азъ оѹбожаю. и онъ оѹбожаѥть ѥда съгрѣшаю просѧ ѹ него нѹжа ради моѥ˫а. (πένηται) Там же, 62; Егда кто… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • απτώχευτος — κ. αφτώχευτος η, ο (Μ ἀπτώχευτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει περιέλθει σε πτώχευση, που δεν έχει εκπέσει οικονομικά 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πτωχεύσει μσν. όποιος δεν έχει δοκιμάσει φτώχεια …   Dictionary of Greek

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”